- τορπιλοειδής, -ής
- -ές γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει σχήμα τορπίλης: Το σώμα του αεροπλάνου είναι τορπιλοειδές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.